- ἐναρμονίως
- ἐναρμόνιοςof musical soundadverbialἐναρμόνιοςof musical soundmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναρμόνιος — α, ο (AM ἐναρμόνιος, ον) αρμονικός, μουσικός, μελωδικός νεοελλ. μουσ. «εναρμόνιοι φθόγγοι» οι φθόγγοι που συμπίπτουν ακουστικά, δηλ. παράγουν τον ίδιο ήχο, αλλά έχουν διαφορετική ονομασία, π.χ. do δίεση και re ύφεση αρχ. 1. αυτός που συμφωνεί,… … Dictionary of Greek
ՅՕԴԱՒՈՐԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0379 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c մ. ՅՕԴԱՒՈՐԱՊԷՍ կամ ՅՕԴԱՒՈՐԱԲԱՐ. Որպէս յօդաւոր՝ ՟ա. նշ. ἑναρθρῶς junctim, ut compositus. Իբրու բաղկացեալ. բաղադրեալ. միացեալ. միացեալ մարմնով. *Վկայեաց, թէ սա է որդին Աստուծոյ միայնաբար … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)